τσιτσιμπίρα

τσιτσιμπίρα
η, Ν
βλ. τζιτζιμπίρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τζιτζιμπίρα — και τσιτσιμπίρα, η, και τζιτζίμπερι, το, Ν (τροφ. τεχνολ.) ονομασία αναψυκτικού που παρασκευάζεται με νερό, σκόνη από ζιγγίβερι, χυμό λεμονιού, λεπτοκομμένη φλούδα λεμονιού και ζύμη ζυθοποιίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger beer < ginger (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκίβερη — (zingiberis). Γένος φυτών της οικογένειας των σκιταμνοειδών. Το γνωστότερο είδος είναι η ζ. η φαρμακευτική, που διακρίνεται για τα παχιά της ριζώματα και τα δύο είδη βλαστών: τους άγονους, τα φύλλα των οποίων είναι λογχοειδή, και τους γόνιμους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”